- ἐβουλήθησαν
- βούλομαιwillaor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοκνώ — (ΑΜ κατοκνῶ, έω) δειλιάζω, διστάζω να κάνω κάτι από ατολμία ή από φόβο («μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι πρὸς τοὺς διδάσκειν τι χρήσιμον ἐπαγγελομένους», Ισοκρ.) μσν. (για διήγηση) εξελίσσομαι αργά, τραβώ σε μάκρος αρχ. είμαι νωθρός, αδρανώ… … Dictionary of Greek